- ὑποσκαφιόκαρτος
- ὑπο-σκαφιό-καρτος, beinahe nach Art eines σκά- φιον geschoren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υποσκαφιόκαρτος — ον, Α αυτός που είναι κουρεμένος κατά τον σκυθικό τρόπο κουρέματος, που ονομαζόταν σκάφιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκάφιον «σκυθικός τρόπος κουρέματος» + καρτός (< κείρω «κουρεύω»] … Dictionary of Greek
ὑποσκαφιόκαρτον — ὑποσκαφιόκαρτος cut somewhat in the masc/fem acc sg ὑποσκαφιόκαρτος cut somewhat in the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)